- Εὐνόμιοι
- Εὐνόμιοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευνομιανοί — Οπαδοί της χριστιανικής αίρεσης του 4ου αι., που ξεκίνησε από τον Ευνόμιο (βλ. λ.), σε συνέχεια της αίρεσης του αρειανισμού (βλ. λ. Άρειος). * * * Eὐνομιανοὶ και Εὐνόμιοι, οἱ (ΑΜ) αιρετικοί, οπαδοί τής ακραίας αρειανικής μερίδας τού Ευνομίου, που … Dictionary of Greek